- κελευστικός
- κελευστικός, -ή, -όν (Α) [κελεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.2. ο ικανός στο να δίνει διαταγές3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κελευστική (ενν. τέχνη)η τέχνη τού κελευστή, η τέχνη τού να διατάζει κανείς.επίρρ...κελευστικῶςμε κελευστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.