κελευστικός

κελευστικός
κελευστικός, -ή, -όν (Α) [κελεύω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.
2. ο ικανός στο να δίνει διαταγές
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κελευστική (ενν. τέχνη)
η τέχνη τού κελευστή, η τέχνη τού να διατάζει κανείς.
επίρρ...
κελευστικῶς
με κελευστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κελευστικά — κελευστικός hortatory neut nom/voc/acc pl κελευστικά̱ , κελευστικός hortatory fem nom/voc/acc dual κελευστικά̱ , κελευστικός hortatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευστικόν — κελευστικός hortatory masc acc sg κελευστικός hortatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευστικῆς — κελευστικός hortatory fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευστικῇ — κελευστικός hortatory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευστικήν — κελευστικός hortatory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευστικῶς — κελευστικός hortatory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”